- λωποδύτῃ
- λωποδύτηςclothes-stealermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωποδυτικός — ή, ό [λωποδύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία. επίρρ... λωποδυτικώς με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
λωποδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωποδύτης — ο θηλ. ύτρια ο μικροκλέφτης, ο μικροαπατεώνας: Δεν ψωνίζω ποτέ από αυτόν το λωποδύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταμπάρω — στάμπαρα και σταμπάρισα, σταμπαρισμένος (λ. ιταλ.) 1. σφραγίζω. 2. μτφ., αποτυπώνω στη μνήμη μου κάποιον ή κάτι, τον ξεχωρίζω: Τον έχουν σταμπάρει όλοι για λωποδύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)